
Ιστορίες Γάμου
Ο νεωκόρος Αγάπιος, εμπιστεύεται στη συγγραφέα Κωνσταντίνα Τασσοπούλου ιστορίες γάμου, αποστάγματα από την πολυετή του εργασία σ’ ένα γραφικό, παραθαλάσσιο εκκλησάκι, με πρωταγωνιστή τον μοναδικό, π. Ονούφριο.
Οι Ιστορίες Γάμου κυκλοφορούν σε βιβλίο, από τις εκδόσεις Εντύποις.
Ήταν εκείνη την περίοδο λες κι είχε πέσει απ’ τον ουρανό βαριά κατάρα, να μας ζητούν το εκκλησάκι μόνο τρελοί. Πολλοί τρελοί. Πολύ τρελοί. Μας είχε τηλεφωνήσει από το προηγούμενο απόγευμα πως θα έρθει ένα ζευγάρι. Ορθόδοξος αυτός, καθολική εκείνη. Κάθισα από νωρίς να προετοιμάσω καταλλήλως τον Πατέρα Ονούφριο, να κατατοπιστεί. Σε τέτοιες περιπτώσεις είναι πολλές οι κουβέντες που ανοίγονται, είναι πολλά τα ερωτήματα που τίθενται, είναι πολλές οι απαντήσεις που ζητιούνται και δεν περισσεύει πάντοτε υπομονή. Ας γνωρίζει τι τον περιμένει να το διαχειριστεί καλύτερα.
Η νύφη ήταν είκοσι ετών. Μπουμπούκι κλειστό που βιάζονταν να το μαδήσουν. Ερχόταν με τη μαμά της για να ρυθμίζουν μαζί τα του γάμου, αλλά τελικώς τα ρύθμιζε μόνη. Η μαμά της. Έτσι γίνονται αυτά, τα ξέρω. Όσο μικρότερη η θυγατέρα, τόσο μεγαλύτερος ο ρόλος της μητρός, παρόλο που σπανίως ισχύει το αντίστροφο.
Δεν με είχε προετοιμάσει ο πατήρ Ονούφριος και μου ήρθε κάπως απότομο, να τρέχω αξημέρωτο με ένα σωρό μπαγκάζια στα χέρια, προκειμένου να παντρέψουμε ένα ζευγάρι που κατοικούσε στην άλλη άκρη του Θεού. Χρειαστήκαμε με το ταξί πάνω από ώρα και τα χρειαστήκαμε, διότι ο ταξιτζής μας έβγαλε μια σούμα λυπηρότερη κι από λυπητερή.

Ήταν από τις περιπτώσεις που δεν είχαν ξεκινήσει καθόλου καλά. Μας ζητούσαν γάμο και βάφτιση μαζί. Να παντρευτεί αρχικώς το ζευγάρι και εν συνεχεία, να βαφτιστεί το παιδί τους που ήταν κοντά τριών ετών. Tέτοια που συγχύζουν τον Πατέρα Ονούφριο.
Έβρεχε σε εκείνον τον γάμο, από το πρωί. Αν ζούσε η γιαγιά μου θα έλεγε πως είναι γρουσουζιά για το ζευγάρι, αν ζούσε η μάνα μου θα έλεγε πως είναι γούρι και αν ζούσανε και οι δυο θα φαγωνόντουσαν σαν τα κοκόρια για το ποια έχει το δίκιο και εκεί θα την έβλεπες στα σίγουρα τη γρουσουζιά. Ο πατήρ Ονούφριος λέει να μη δεσμεύομαι από δεισιδαιμονίες. Όλες οι καιρικές συνθήκες έχουνε τη χάρη τους και τέλος πάντων, αν θέλουμε να μιλάμε σοβαρά, δεν είναι ο καιρός που καθορίζει έναν γάμο, αλλά ο ίδιος ο γάμος καθορίζεται με τον καιρό.
Ένα από τα πράγματα που βγάζουν τον πατέρα Ονούφριο από τα ράσα του είναι η αργοπορία. Όχι στα φανάρια ή στη στάση του λεωφορείου εν ημέρα απεργίας. Αυτά υπάγονται στη γενικότερη αργοπορία, ενώ εκείνον η ειδική αργοπορία είναι που τον φουντώνει. Της νύφης. Να περιμένουν οι καλεσμένοι όρθιοι στα σκαλιά της εκκλησίας κι αυτή να κάνει το κομμάτι της. Αυτό, καθώς και το πάτημα του ποδιού του γαμπρού, τον φτάνουνε στα όριά του.
Κατά τη νύφη κι ο γαμπρός
«Τω καιρώ εκείνω, είπεν ο…» Πατήρ Ονούφριος να δρομολογήσει καινούργιες αποφάσεις, ένεκα των περιπετειών της υγείας του και προκειμένου να μην μεταβεί εκτάκτως «εν τόπω χλοερώ, εν τόπω αναψύξεως». Είπε να ελαττώσει το αλάτι, τη ζάχαρη και τις ταραχές. Είπε και να αυξήσει την ξεκούραση. Και επειδή τα πρώτα τα είπε αλλά δεν τα έπραξε, στο τελευταίο τα έδωσε όλα. Καθιέρωσε απαρέγκλιτη, απαράβατη και απαραβίαστη μεσημεριανή σιέστα - δύο με τέσσερις καθημερινώς - ώστε να σηκώνεται το απόγευμα δυναμωμένος και ορεξάτος. Κάθε απόγευμα, εξόν από εκείνο που στο ξύπνημα τον είδα αλαφιασμένο και με τρεμάμενη γενειάδα.
Αρχές Φθινοπώρου. Με ζέστη καλοκαιρινή και φουρτούνες χειμωνιάτικες. Η υγεία του Πατρός Ονουφρίου πήγαινε κι ερχότανε, ωσάν καΐκι στ’ ανοιχτά με ισχυρό μπουρίνι. Αδυναμίες είχε. Αρρυθμίες είχε. Παλμούς είχε. Δύσπνοια είχε. Ζαλάδες είχε. Ιλλίγους είχε. Σκοτοδίνες είχε. Είχε και καύσωνα. Όλα τα είχε, εναλλάξ ή ταυτοχρόνως. Σ’ ένα τέτοιο «ταυτοχρόνως» είπαμε πάει ο Πάτερ, τα κακαρώνει, μας αποχαιρετά. Κει που έστεκε στητός σαν κυπαρίσσι, σωριάστηκε χάμω κι έγινε τριφύλλι για να τον πατάς. Εν ώρα Μυστηρίου όλα αυτά.
Μας είχε βγει το λάδι κείνη την περίοδο, αλλά το αναπληρώναμε σε ρύζι. Εγώ ήμουν διαρκώς πίσω από μια χαλασμένη ηλεκτρική και ίδρωνα να ρουφάω ένα – ένα τα σπυριά κάτω απ’ τα στασίδια. Μόλις τελείωνα έριχναν φρέσκα. Ο Πατήρ Ονούφριος είχε βγάλει στη γλώσσα μαλλί και το πήγαινε από «Δι Ευχών» σε «Ευλογητός» και τούμπαλιν. Τα ξέραμε βέβαια αυτά, ήμασταν συνηθισμένοι.
Ακάλεστος στο γάμο τι γυρεύεις;
Ανήμερα Δεκαπενταύγουστου. Τότε είχε πει το ζευγάρι πως επιθυμεί να παντρευτεί και μάλιστα καταμεσήμερο, στις τρεις. Ασυνήθιστο, όμως είχε εξήγηση. Θέλανε το γάμο κρυφό, να μη μαθευτεί. Να σκεφτείς, την ανακοίνωση την είχαν βάλει σε μια μικρή εφημερίδα που ούτε οι δημοσιογράφοι της δεν τη διαβάζουν, για να μην την πάρει κανά μάτι. Και για κουμπάρο ζήτησαν εμένα, ώστε να μην παραβρεθεί κανείς δικός τους. Αυτό που θέλανε ήταν να γλιτώσουν τα όργανα. Τα κυριολεκτικά και τα μεταφορικά. Ασυνήθιστο και αυτό αν αναλογιστείς και την καταγωγή τους. Από τα Σφακιά και από τη Σητεία. Αντίστοιχα. Εκείνος και εκείνη.
Χωρίς γαμπρό γάμος δε γίνεται
Ο γάμος ήταν κανονισμένος για νωρίς το απόγευμα. Μην κοιτάς πότε έγινε. Είχε ξεκινήσει με λαμπρές προοπτικές. Το ζευγάρι δεν είχε εκφράσει απαιτήσεις. Ούτε βιολιά να τους υποδεχτούν, ούτε νταούλια να τους αποχαιρετήσουν, ούτε ζουρνάδες, ούτε λυράρηδες, ούτε το ρύζι να πέφτει με τη φορά του ανέμου, γιατί άμα πέφτει με την αντίθετη δεν μας κάνει, ούτε να καίνε μόνο τα δεξιά καντήλια, γιατί άμα καίνε και τ’ αριστερά δεν μπορούμε, ούτε να λιβανίζουμε μόνο με τριαντάφυλλο, γιατί άμα λιβανίζουμε με γιασεμί μας πιάνει δύσπνοια, ούτε η νύφη να πέφτει εξ ουρανού με το γαμπρό να αναδύεται εν τω μέσω της θαλάσσης. Απλότις και λιτότις. Το καλύτερο για εμάς.